Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐς πλόον

См. также в других словарях:

  • πλόον — πλόος sailing masc acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANCAEUS — I. ANCAEUS Lycurgi et Antinoes filius, patriâ Tegeates, unus ex Argonautis. Hyginus, in Fab. Poeticis. c. 14. Orpheus in Argonaut. Αγκαῖον δ᾿ ἀν᾿ ὅμιλον ἀπ᾿ Αρκαδίης πολυμήλου Πς´μψε πατὴρ γηραιὸς ἐπί πλόον Αξείνοιο. Apollonius l. 1. Τρίτατός γε… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακρόπλους — ἀκρόπλους, ουν (ασυναίρ. πλοος, πλοον) (Α) 1. αυτός που πλέει στην επιφάνεια, που περνώντας μόλις αγγίζει την επιφάνεια τού νερού 2. επιφανειακός, επιπόλαιος «νόος ἀκρόπλοος καὶ ἀβέβαιος» (Ιπποκρ. Επιστ. 18). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πλοῡς] …   Dictionary of Greek

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • Epiploon — Epi̱|plo|on [aus gr. ἐπιπλοον = Netz um die Eingeweide] s; s, ...ploa: netz od. schürzenartige Verdoppelung der Bauchfellfalten, die vom Magen bis zu den anliegenden Organen reicht (in der anat. Nomenklatur gilt dafür die Bezeichnung ↑Omentum) …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»